κατάπεσμα

κατάπεσμα
το [καταπέφτω]
πέσιμο, κατάπτωση, εξάντληση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάπτωση — η 1. κατάπεσμα, πέσιμο, γκρέμισμα: Η κατάπτωση της στέγης έκαμε τρομαχτικό θόρυβο. 2. ελάττωση, παρακμή: Σημειώθηκε κατάπτωση του ηθικού τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”